στούπωμα

στούπωμα
το
1. κλείσιμο με βύσμα.
2. πώμα, βούλωμα: Έχασε το στούπωμα του μπουκαλιού.
3. τοποθέτηση του στυπόχαρτου πάνω σε χειρόγραφο για απορρόφηση της μελάνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στούπωμα — και στύπωμα, το, Ν [στουπώνω] 1. το φράξιμο τρύπας με στουπί 2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα 3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι …   Dictionary of Greek

  • έμφραξη — η (AM ἔμφραξις) 1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα 2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία 3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν …   Dictionary of Greek

  • κατάφραξις — κατάφραξις, ἡ (Μ) [καταφράσσω] η έμφραξη, το στούπωμα …   Dictionary of Greek

  • μπούκωμα — το [μπουκώνω] 1. το γέμισμα, η υπερπλήρωση τού στόματος με μεγάλη ποσότητα τροφής 2. (για μηχάνημα) μτφ. παρεμπόδιση λειτουργίας λόγω υπερπλήρωσης 3. μτφ. παραγέμισμα, βούλωμα, στούπωμα, φράξιμο, 4. δυσκολία στην αναπνοή από κρυολόγημα 5. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • στούμπωμα — το, Ν [στουμπώνω] 1. κλείσιμο ανοίγματος με στούμπο, με κόπανο 2. τοποθέτηση βουλώματος σε κάτι, στούπωμα 3. πλήρωση τού στομάχου με υπερβολική δόση τροφής …   Dictionary of Greek

  • στύπωμα — το, Ν βλ. στούπωμα …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — το, ατος 1. ό,τι χρησιμεύει για φράξιμο τρύπας, ανοίγματος, διάβασης, το βούλωμα, στούπωμα. 2. (ιατρ.), νεκρωτική βλάβη των ιστών, που οφείλεται σε κυκλοφοριακή διαταραχή. 3. ειδικό μείγμα με το οποίο σφραγίζονται οι τρύπες των δοντιών, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμφραξη — η 1. το φράξιμο, βούλωμα, στούπωμα. 2. (ιατρ.), η είσοδος θρόμβου αίματος σε κάποιο όργανο του σώματος, η απόφραξη αρτηρίας. 3. η εισαγωγή ειδικής ουσίας σε κοιλότητα δοντιού μετά τη θεραπεία του, το σφράγισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βύσμα — το 1. εξάρτημα καλωδίου που βρίσκεται στην άκρη του για να μπορεί να εισάγεται σε κατάλληλες υποδοχές των ηλεκτρικών συσκευών και να τις τροφοδοτεί με ρεύμα. 2. (ιατρ.),το πώμα, το στούπωμα, το βούλωμα για διάφορες κοιλότητες του σώματος που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεστουπώνω — ξεστούπωσα, ξεστουπώθηκα, ξεστουπωμένος, αφαιρώ το στούπωμα, ξεβουλώνω, αποφράζω: Ξεστούπωσα το νεροχύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”